Από ιατρικής άποψης, διανύετε (θεωρητικά) το ασφαλέστερο τρίμηνο για αεροπορικά ταξίδια, καθώς τώρα είναι μικρότερος ο κίνδυνος για αποβολή ή για πρόωρο τοκετό. Συνήθως οι γιατροί συστήνουν στις εγκύους να αποφεύγουν το αεροπλάνο μετά την 36 η εβδομάδα της κύησης. Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται να ενημερώσετε το γιατρό σας και να ακολουθήσετε πιστά τις οδηγίες του. Για τη διευκόλυνση και την ασφάλειά σας κατά τη διάρκεια της πτήσης, σας προτείνουμε τα παρακάτω:
Τέλος, θυμηθείτε να ενημερωθείτε σχετικά με την πολιτική της αεροπορικής εταιρείας για τις μέλλουσες μητέρες. Δεν έχουν όλες τους ίδιους κανονισμούς!
Η αμνιοπαρακέντηση είναι μια εξέταση που δίνει πολύ ακριβή αποτελέσματα για τις γενετικές ανωμαλίες και ασθένειες που ανιχνεύει. Συνιστάται να γίνεται σε όλες τις έγκυες άνω των 35 ετών, αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό γενετικών ασθενειών ή χρωμοσωματικών ανωμαλιών ή ο έλεγχος του 1 ου τριμήνου (αυχενική διαφάνεια, PAPP-A, ελεύθερη β-HCG) δείξει αυξημένη πιθανότητα για χρωμοσωμική βλάβη. Είναι αλήθεια πως κανένας γιατρός δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξουν επιπλοκές, αλλά αυτές είναι σπάνιες. Οι κίνδυνοι για τη μητέρα περιλαμβάνουν επιμολύνσεις και αιμορραγίες, ενώ για το έμβρυο τραυματισμό από τη βελόνα (πρακτικά ο κίνδυνος μηδενίζεται αν υπάρχει συνεχής υπερηχογραφικός έλεγχος) και αποβολή (σε ποσοστό 0,50-0,25%). Πάντως, στις μέρες μας η αμνιοπαρακέντηση θεωρείται γενικά ασφαλής και, όταν χρειάζεται να γίνει, τα οφέλη της είναι σίγουρα μεγαλύτερα σε σχέση με τον κίνδυνο.
Ήδη από την 12 η εβδομάδα της κύησης παρατηρείται αύξηση του μεγέθους των μαστών λόγω της δράσης των ορμονών της εγκυμοσύνης (πλακουντιακού γαλακτογόνου, προλακτίνης και χοριακής γοναδοτροποίνης). Με την πρόοδο της κύησης εκτός από την αύξηση του μεγέθους των μαστών, παρατηρείται και αύξηση στην ευαισθησία τους και αλλαγές στην θηλή και θηλαία άλω που περιβάλλει την θηλή (υπέρχρωση). Καθώς η αιμάτωση των μαστών αυξάνεται, σε κάποιες εγκύους διακρίνονται περισσότερο οι φλέβες στην περιοχή. Με την αύξηση του στήθους σε όγκο και βάρος, το δέρμα υπερεκτείνεται. Μετά τον τοκετό, όταν οι μαστοί συρρικνωθούν, συχνά το δέρμα δεν ακολουθεί. Την κατάσταση επιδεινώνουν οι ραγάδες που μπορεί να έχουν δημιουργηθεί λόγω της μείωσης της ελαστικότητάς τους. Μετά τον τοκετό, οι μαστοί μπορεί να αυξηθούν περαιτέρω, αν δεν αδειάσουν σωστά από το γάλα που παράγουν.
Οι αλλαγές βέβαια αυτές εξαρτώνται και από διάφορους άλλους παράγοντες όπως: το αρχικό μέγεθος των μαστών, η ποιότητα του δέρματος, η σωστή διατροφή και η γυμναστική. Κάθε γυναίκα θα παρατηρήσει από μικρές έως μεγάλες και μη αναστρέψιμες αλλαγές στην μορφολογία των μαστών της ανάλογα με τα παραπάνω. Για να περιορίσετε την πτώση ή τη χαλάρωση του στήθους, προτιμήστε έναν μαλακό, υποστηρικτικό στηθόδεσμο, που δεν θα ερεθίσει το στήθος.
Κάθε εγκυμοσύνη, όπως και κάθε γυναίκα, είναι διαφορετική. Συχνά η αύξηση του βάρους οφείλεται στην εναπόθεση λίπους, που είναι απαραίτητο για το παιδί και τη μητέρα κατάτην περίοδο του θηλασμού. Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι τόσο οι λιποβαρείς έγκυες,όσο και οι υπέρβαρες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο – το ίδιο και τα μωρά τους. Η συνιστώμενη αύξηση βάρους κατά την εγκυμοσύνη εξαρτάται από το προ εγκυμοσύνης βάρος της γυναίκας. Για μια γυναίκα με φυσιολογικό βάρος πριν από την εγκυμοσύνη, «ιδανική» θεωρείται η αύξηση κατά 11,5-16 κιλά. Οι γυναίκες με χαμηλό σωματικό βάρος «πρέπει» να πάρουν 12,5-18 κιλά, ενώ οι παχύσαρκες όχι πάνω από 7-8 κιλά. Αυτό επιτυγχάνεται αν η μέλλουσα μητέρα δεν «τρώει για δύο», αλλά φροντίζει να λαμβάνει 200-300 θερμίδες περισσότερες από αυτές που κατανάλωνε προ εγκυμοσύνης.
Τα βλαστοκύτταρα είναι αρχέγονα, μη διαφοροποιημένα πολυδύναμα κύτταρα που έχουν την ικανότητα να διαφοροποιούνται σε όλα τα είδη κυττάρων, δημιουργώντας τους ιστούς και τα όργανα του σώματος. Τα βλαστοκύτταρα παράγονται από τον μυελό των οστών του εμβρύου και μπορούν να συλλεχθούν αμέσως μετά τον τοκετό σε όσο δυνατόν μεγαλύτερη ποσότητα. Σήμερα μεταμοσχεύσεις βλαστοκυττάρων πραγματοποιούνται παγκοσμίως σε παιδιά και σε ενήλικες, για την αντιμετώπιση ασθενειών του αιμοποιητικού και ανοσοποιητικού συστήματος (αναιμίες , ανοσοανεπάρκειες, λευχαιμίες, λεμφώματα, μυελώματα κ.ά), για κακοήθειες, αλλά και μεταβολικές ασθένειες. Οι δυνατότητες αξιοποίησης των βλαστοκυττάρων είναι τεράστιες λόγω του ευρύτατου δυναμικού διαφοροποίησής τους. Παγκοσμίως γίνονται εκτεταμένες έρευνες για την χρήση τους σε πληθώρα ασθενειών (αναγέννηση μυοκαρδίου μετά από έμφραγμα, εκφυλιστικές νευρολογικές παθήσεις, σακχαρώδης διαβήτης κα). Μελλοντικά θα υπάρχει η δυνατότητα αντιμετώπισης νοσημάτων που σήμερα η σύγχρονη ιατρική αδυνατεί να θεραπεύσει λόγω των περιορισμένων τεχνολογικών εργαστηριακών δυνατοτήτων αξιοποίησης των βλαστοκυττάρων.
Αν αποφασίσετε να συλλέξετε και να φυλάξετε βλαστικά κύτταρα κατά τον τοκετό, έχετε τη δυνατότητα να απευθυνθείτε σε δημόσια ή σε ιδιωτική τράπεζα. Οι δημόσιες τράπεζες έχουν ως στόχο τη δημιουργία μιας μεγάλης αποθήκης βλαστικών κυττάρων που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από οποιονδήποτε χρειαστεί μόσχευμα. Λειτουργούν δηλαδή με τη λογική της δωρεάς οργάνων και η φύλαξη δεν χρεώνεται. Από την άλλη, οι ιδιωτικές εταιρείες αναλαμβάνουν τη φύλαξη για αυτόλογη χρήση (από τον ίδιο το δότη) ή από συγγενικό του πρόσωπο. Συγκεκριμένα, τα βλαστοκύτταρα είναι 100% συμβατά για το ίδιο το παιδί-δότη, 50% συμβατά για κάθε γονέα και 25% συμβατά για τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας (ο έλεγχος της συμβατότητας γίνεται με την τυποποίηση των αντιγόνων του μείζονος και ελάσσονος συστήματος ιστοσυμβατότητας).
Όταν αρχίζει ο τοκετός, ο τράχηλος είναι κλειστός. Κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου του τοκετού, ο τράχηλος αρχίζει να διαστέλλεται προοδευτικά μέχρι να φτάσει τα 10 εκατοστά, τη λεγόμενη «τελεία διαστολή», η οποία επιτρέπει στο κεφάλι του εμβρύου να βγει. Με τον όρο εξάλειψη, εννοούμε τη σταδιακή μείωση του μήκους του τραχήλου. Πλήρη εξάλειψη έχουμε όταν ο τράχηλος δεν έχει καθόλου μήκος. Ο μόνος τρόπος για να ελέγξουμε και να αξιολογήσουμε την εξάλειψη και τη διαστολή του τραχήλου κατά τον τοκετό είναι η διακολπική εξέταση. Σε περίπτωση πρόωρων συσπάσεων ο έλεγχος της διαστολής και εξάλειψης μπορεί να γίνει με το διακολπικό υπερηχογράφημα.
Το έμβρυο αρχίζει να κινείται στη μήτρα πολύ νωρίς, ήδη από την 7 η εβδομάδα της ενδομήτριας ζωής του. Επειδή όμως είναι πολύ μικρό, οι κινήσεις του δεν φτάνουν μέχρι τα τοιχώματα της μήτρας κι εσείς δεν μπορείτε να τις αισθανθείτε. Αυτό θα συμβεί συνήθως μεταξύ της 16ης και της 18ης εβδομάδας, αν το επιτρέπει η θέση του εμβρύου αλλά και η δική σας κινητικότητα: αν το μωρό κλοτσάει προς τα μέσα ή αν είστε πολύ δραστήρια μπορεί να αργήσετε να αντιληφθείτε τις κινήσεις του. Για το λόγο αυτό οι εμβρυϊκές κινήσεις γίνονται καλύτερα αισθητές κατά την κατάκλιση. Ρόλο θα παίξει επίσης αν διανύετε την πρώτη ή επόμενη εγκυμοσύνη – οι πρωτοτόκες τις αισθάνονονται συνήθως αργότερα μεταξύ της 18 ης και 20 ης εβδομάδας.
Όσο για την αίσθηση που προκαλούν, αυτή ποικίλλει σημαντικά από γυναίκα σε γυναίκα: άλλες τις περιγράφουν σαν φτερούγισμα, άλλες σαν την κίνηση ενός μικρού ψαριού, άλλες σαν απότομο «άδειασμα». Μεταξύ της 24 ης και της 28 ης εβδομάδας, το έμβρυο διανύει την πιο δραστήρια φάση του, αλλά και πάλι είναι λιγοστές οι κινήσεις του που θα αισθανθείτε. Στους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης, οι κινήσεις του εμβρύου γίνονται εντονότερες και μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με μικρές κλοτσιές. Όσο προχωρούμε προς το τέλος της κύησης το έμβρυο μεγαλώνει με γρήγορους ρυθμούς, με αποτέλεσμα να λιγοστεύει ο χώρος που έχει για να κινηθεί και οι κινήσεις του να περιορίζονται. Είναι όμως πολύ πιο έντονες από πριν και, λόγω των συσπάσεων με τις οποίες «απαντάει» η μήτρα, ακόμη και επώδυνες.
Ασφαλώς! Η επισκληρίδιος γίνεται με την χορήγηση αναισθητικού εντός του επισκληρίδιου χώρου του νωτιαίου μυελού η οποία εξασφαλίζει επαρκή αναλγησία χωρίς ιδιαίτερο κινητικό περιορισμό και επιτρέπει στην επίτοκο να παρακολουθεί την εξέλιξη του τοκετού και να συνεργάζεται με το μαιευτήρα της. Χρησιμοποιείται τόσο στο φυσιολογικό τοκετό όσο και στην καισαρική τομή, καθώς παρέχει πλήρη ανακούφιση από τον πόνο, κατεβάζει την αρτηριακή πίεση (ιδανική για όσες πάσχουν από υπέρταση κύησης) και περιορίζει το έργο των πνευμόνων, προστατεύοντας τις γυναίκες με αναπνευστικά και ορισμένα καρδιολογικά προβλήματα.
Η διαδικασία χορήγησής της έχει ως εξής: μετά από αποστείρωση της περιοχής έγχυσης του αναισθητικού φαρμάκου και χορήγηση τοπικού αναισθητικού, εισάγεται μικρός καθετήρας στο μεσοσπονδύλιο διάστημα μεταξύ Ο2-Ο3, Ο3-Ο4 ή Ο4-Ο5 (Ο=οσφυϊκός σπόνδυλος). Η έναρξη της αναλγησίας εμφανίζεται μετά από 10-20 λεπτά και διαρκεί 60-90 λεπτά. Η διατήρηση της αναλγησίας επιτυγχάνεται είτε με την ανά τακτά χρονικά διαστήματα χορήγηση επαναληπτικών δόσεων αναισθητικού, είτε με την συνεχή χορήγησή του με ηλεκτρονική αντλία είτε με την αυτοχορήγηση του φαρμάκου κατ’επίκληση της επιτόκου.
Τα ινομυώματα ειδικά σε μέγεθος καρυδιού δεν αποτελούν ιδιαίτερο πρόβλημα ούτε κατά την προσπάθεια τεκνοποίησης, αλλά ούτε και κατά την διάρκεια της κύησης. Βέβαια υπάρχουν περιπτώσεις που χρήζουν προσοχής και αντιμετώπισης. Δηλ. όταν ινομυώματα, έστω και μικρού μεγέθους, εντοπίζονται μέσα στην ενδομητρική κοιλότητα (μέσα στην οποία εμφυτεύεται το γονιμοποιοημένο ωάριο και αναπτύσσεται αργότερα το έμβρυο), θα πρέπει να εξαιρούνται. Επίσης μεγαλύτερα ινομυώματα ανάλογα με την θέση τους (όπως τα τραχηλικά) θα πρέπει να αξιολογούνται με την δέουσα προσοχή πριν και κατά την διάρκεια της κύησης. Έτσι, ενώ η παρουσία των ινομυωμάτων δεν αποτελεί πάντα ένδειξη για αφαίρεσή τους, κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξατομικεύεται, αν λάβουμε και υπ’ όψιν μας ότι τα ινομυώματα είναι οιστρογονοεξατώμενα και επομένως οι ορμόνες της κύησης που «τρέφουν το μωρό, τρέφουν και το ινομύωμα», οπότε και αυξάνουν σε μέγεθος κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η Κυστική Ίνωση (αλλιώς: Ινοκυστική νόσος ή Κυστική Ινώδης Νόσος) είναι η πιο συχνή κληρονομική πάθηση της λευκής φυλής (1/2500-3000 γεννήσεις), ικανή να επιφέρει το θάνατο σε νεαρή ηλικία. Χαρακτηρίζεται από χρόνιες και υποτροπιάζουσες βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις, αναπνευστική και παγκρεατική ανεπάρκεια, απώλεια άλατος και υπογονιμότητα. Μέχρι σήμερα, δυστυχώς δεν έχει βρεθεί θεραπεία με μόνιμα αποτελέσματα, υπάρχουν όμως θεραπείες υποστήριξης.
Για να γεννηθεί ένα παιδί με κυστική ίνωση, θα πρέπει και οι δύο γονείς του να είναι φορείς της νόσου. Αν συμβαίνει αυτό, τότε οι πιθανότητητες το παιδί να νοσήσει είναι 25%. Επειδή πρόκειται για γενετική πάθηση, υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου των ζευγαριών με χρήση γενετικών τεστ από το αίμα. Τα τεστ αυτά είναι ακριβά, αλλά η απόκτηση ενός παιδιού με κυστική ίνωση είναι ένα γεγονός που επηρεάζει βαθιά την οικογένεια. Για το λόγο αυτό είναι πιθανόν στο μέλλον η εξέταση να συμπεριληφθεί στις εξετάσεις ρουτίνας των ζευγαριών που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν.
Ο ιατρός εξετάζει στο ιατρείο καθημερινά κατόπιν ραντεβού