Ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων (Human Papilloma Virus) είναι πολύ διαδεδομένος – συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι ποσοστό 65-70% των γυναικών ηλικίας 15-74 ετών με φυσιολογικό Τεστ Παπανικολάου είναι φορείς του ιού αυτού (σύμφωνα βέβαια με μελέτες οι οποίες έχουν γίνει παγκοσμίως και τα αποτελέσματά τους εμφανίζουν αρκετή ετερογένεια ανάλογα με την ηλικία και την γεωγραφική κατανομή). Υπάρχουν πάνω από 100 υπότυποι του ιού και 40 από αυτούς προσβάλλουν τη γεννητική αλλά και την πρωκτική περιοχή. Οι υπότυποι αυτοί χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες ανάλογα με το ογκογόνο δυναμικό τους. Συγκεκριμένα στους «χαμηλού κινδύνου» ανήκουν τύποι ιού που συνδέονται αιτιολογικά με τα γεννητικά κονδυλώματα (6 και 11) και υποκλινικές συνήθως HPV λοιμώξεις. Στους «υψηλού κινδύνου» ανήκουν τύποι που συνήθως ανακαλύπτονται σε περιπτώσεις καρκίνου του τραχήλου (16, 18, 31, 33, 35, 45, 58).
Η μετάδοση του HPV γίνεται με άμεση επαφή με μολυσμένη περιοχή του σώματος. Συνήθως εισέρχεται από μικροτραυματισμούς του επιθηλίου και εγκαθίσταται στα κύτταρα της προσβεβλημένης περιοχής, όπου και πολλαπλασιάζεται. Η προστασία συνήθως από τον HPV δεν είναι απόλυτα εφικτή, γιατί τις περισσότερες φορές δεν δημιουργεί συμπτώματα και ανακαλύπτεται τυχαία σε κάποιον από τους τακτικούς ετήσιους ελέγχους. Επίσης η χρήση του προφυλακτικού, αν και μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης, δεν είναι απόλυτα αποτελεσματική, διότι δεν μπορεί να περιοριστεί πλήρως η επαφή των δερματικών επιφανειών.
Η λοίμωξη από HPV μπορεί να ανακαλυφθεί και διαγνωσθεί με διάφορους τρόπους.
Κάθε περίπτωση λοίμωξης από HPV εξατομικεύεται. Δηλαδή, αξιολογούνται πολλές παράμετροι για να αποφασιστεί το σωστό πλάνο αντιμετώπισης. Αυτές είναι η ηλικία, η διάρκεια έκθεσης στον ιό, η κυτταρολογική και ιστολογική διάγνωση, ο τύπος του ιού, το σημείο και η έκταση της βλάβης κ.α. Όλα αυτά πρέπει να ληφθούν υπ’όψιν επειδή η λοίμωξη πολλές φορές είναι παροδική και υποχωρεί με τη δράση των μηχανισμών της κυτταρικής ανοσίας του οργανισμού.
Λόγω της ιδιαιτερότητας της λοίμωξης από HPV και της αποδεδειγμένης συσχέτισής του με προκαρκινικές και καρκινικές βλάβες του γυναικείου γεννητικού συστήματος έχουν παρασκευασθεί δύο εμβόλια έναντι ορισμένων τύπων HPV:
Ο εμβολιασμός συνιστάται σε κορίτσια και γυναίκες ηλικίας 12-26 ετών, αν και δεν είναι απαγορευτικός και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Ο σωστότερος χρόνος όμως είναι πριν την έναρξη των σεξουαλικών επαφών και σε μικρή ηλικία, οπότε και η αντισωματική απάντηση του οργανισμού είναι μεγαλύτερη.
Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων έχει αποδειχθεί σε πολλές μελέτες, αφού παρέχεται προστασία, ειδικά έναντι των περιπτώσεων υψηλόβαθμων δυσπλασιών, σε ποσοστό μέχρι και 100%. Επίσης έχει αποδειχθεί ότι εκτός από τα προαναφερθέντα στελέχη (6, 11, 16, 18) παρέχεται προστασία και έναντι άλλων τύπων του ιού (31 και 45).
Ο ιατρός εξετάζει στο ιατρείο καθημερινά κατόπιν ραντεβού